- μάξεινος
- μάξεινος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάξεινος — μάξεινος, ὁ (Α) είδος θαλάσσιου ψαριού … Dictionary of Greek
μαξείνοις — μάξεινος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάξεινον — μάξεινος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζός — (I) μαζός, ὁ (Α) βλ. μαστός. (II) μαζός, ο (Α) το ψάρι μάξεινος* … Dictionary of Greek